παγγλυκερός

παγγλυκερός
παγγλυκερός, -ά, -όν (Α)
ο υπερβολικά γλυκύς, γλυκύτατος, ποθεινός, περιπόθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + γλυκερός, με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”